-
1 ἀ-καρής
ἀ-καρής, ές (VLL. βραχύς, ὀξύς, ὃν οὐχ οἷόντε κεῖραι, von den Atticisten empfohlen), von der Zeit, kurz: ἐν ἀκαρεῖ χρόνῳ Ar. Plut. 244; ἀκαρὲς ὥρας Plut. Ant. 28 Adv. St. 8 u. öfter; ἐν ἀκαρεῖ τοῦ χρόνου Luc. Char. 14 Tim. 3, 23; ohne χρόνου Asin. 37 u. öfter; ἀκαρὴς πεφιλιππίδωται Alex. Ath. XII, 522 e; beinahe, ὁρᾷς; ἀκαρὴς παρόλωλας ἀρτίως Men. E. M. 45, 22. – Adverbial: ἀκαρῆ, Ar., ausgehend von Stellen, wie Av. 1649 τῶν πατρῴων οὐδ' ἀκαρῆ μέτ-εστί σοι, Vesp. 701 Nub. 488, bes. mit der Negation, χρήσιμός ἐστ' οὐδ' ἀκαρῆ Vesp. 541; ὅτι οὐδ' ἀκαρῆ δανείσοι Dem. 50, 56; παρ' ἀκαρῆ, beinah, Axioch. 366 c; – τὸ ἀκαρές, der Ring am kleinen Finger, Poll. 5, 100.
См. также в других словарях:
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek